-
1 ἐξ-απ-αλλάττω
ἐξ-απ-αλλάττω, ganz befreien; τίς ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχϑήσεται; wer wird frei davon sein? Soph. El. 990; ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν Eur. I. A. 1004; intrans., ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης Hec. 1108, scheiden aus dem Leben; ὅσων κακῶν ἐξαπαλλαχϑείς Her. 5, 4; οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῇ, wie er davon loskommen solle, Thuc. 4, 28.
-
2 εξαπαλλασσω
атт. ἐξαπαλλάττω (pass.: fut. ἐξαπαλλαχθήσομαι, aor. ἐξαπηλλάχθην)1) освобождать, избавлять(τινὰ κακῶν Eur.; κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Her.)
τίς ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται ; Soph. — кто (убив Эгиста) ускользнет безнаказанно?;τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῆναι Thuc. — отказаться от своих слов2) избавляться -
3 ἐξαπαλλάττω
ἐξ-απ-αλλάττω, ganz befreien; τίς ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχϑήσεται; wer wird frei davon sein?; intrans., ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης, scheiden aus dem Leben; οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῇ, wie er davon loskommen solle